Η ΨΗΛΑΦΗΣΙΣ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία
του πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Στρατηγόπουλου,
από την ιστοσελίδα floga.gr, στα πλαίσια των μαθημάτων αγιογραφίας των Αγίων εικόνων της Ορθοδοξίας μας, που έγινε την Παρασκευή 24-2-2006.
Να αναλύσουμε σήμερα την εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά, που λέγεται, κατά τα μέτρα της λειτουργικής τάξεως της Εκκλησίας μας, «Κυριακή του Αντίπασχα», γιατί είναι η επομένη, η ογδόη μέρα ακριβώς μετά από την Ανάσταση του Χριστού, όπου συντελείται αυτό το γεγονός της συναντήσεως του Χριστού με το Θωμά.
Θυμάστε πολύ καλά την αναστάσιμη περικοπή. Την ημέρα της Αναστάσεώς Του, την πρώτη μέρα αυτή του Σαββάτου, που αναστήθηκε ο Χριστός, «ήλθεν ο Χριστός και έστη», λέει το ευαγγέλιο του Ιωάννου, εν μέσω αυτών· και «οι μαθηταί εχάρησαν ιδόντες τον Κύριον» και Εκείνος έδειξε τας χείρας και τους πόδας Αυτού και είπε: «λάβετε Πνεύμα Άγιον· άν τινων αφήτε τας αμαρτίας, αφίενται αυτοίς, άν τινων κρατήτε, κεκράτηνται».
«Θωμάς δε εις εκ των δώδεκα, ουκ ην μετ᾽ αυτών ότε ήλθεν ο Κύριος», λέει το κείμενο. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, δεν ήταν [ο Θωμάς]. Ξέρετε πολύ καλά την ιστορία· είπαν οι μαθητές ότι: «εωράκαμεν τον Κύριον» και εκείνος είπε: ότι αν δεν δω με τα μάτια μου τον τύπον των ήλων στην χείρα του και εις την πλευρά αυτού «ου μη πιστεύσω». Μετά από οκτώ ημέρες εμφανίζεται ο Χριστός και λειτουργεί το θέμα αντίστροφα στο θέμα της πίστεως του Θωμά.
Πρώτο γεγονός που πρέπει να δούμε, είναι το ερώτημα το οποίο προκύπτει, του γιατί δεν πιστεύει ο Θωμάς. Κατά τα μέτρα της πατερικής προσεγγίσεως είναι πάρα πολύ φυσικό να μην πιστεύει, υπό την έννοια του ότι δεν είναι εύκολο να πιστέψεις ότι ένας νεκρός αναστήθηκε. Δεν είναι δηλαδή κάτι «τακτικό» που να το πιστέψεις. Ο Θωμάς, άν μπορούσαμε να πούμε τη λέξη, «κρίνεται» -άν μπορούσαμε να την πούμε τη λέξη «κρίνεται»- όχι γιατί δεν πίστεψε στο Χριστό· αυτό είναι κατανοητό. Θα ήταν πολύ καλό να πιστέψει κατευθείαν, αλλά εκείνο για το οποίο «κρίνεται» είναι το ότι δεν πίστεψε στην Εκκλησία. Ποιά είναι η Εκκλησία; Οι υπόλοιποι μαθητές. Υπάρχουν μαθητές που είπαν: «εωράκαμεν τον Κύριον».
Γι᾽ αυτό κι εμείς δεν απαιτούμε κάποιος να έχει άμεση εμπειρία για να πιστέψει, αλλά να πιστέψει την εμπειρία της Εκκλησίας και τι είναι αυτή η εμπειρία της Εκκλησίας; Το σώμα μας. Επειδή η Εκκλησία είναι ένα σώμα και ζούμε στο σώμα, δεν είμαστε αυτοτελή κύτταρα και μονάδες. Ανήκουμε σε αυτό το σώμα του Χριστού, που σημαίνει αυτή η εκκλησιολογική εμπειρία ότι, ό,τι έχεις εσύ, Εκκλησία, από παλιά μέχρι σήμερα, είναι εμπειρία όλων μας κι έτσι, όποιος θέλει να ζήσει την εμπειρία και αυτός, είναι εγωιστική απαίτηση. Αφού το ζει το σώμα του; Δεν σας το έχω πει άλλη φορά; Είναι αρκετό το δάκτυλό μου όταν ακουμπάει πάνω σ᾽ ένα αντικείμενο για να καταλάβει τη θερμότητα ή την ψυχρότητα του μετάλλου. Δεν χρειάζεται όλα τα δισεκατομμύρια κύτταρα του σώματός μου να καταλάβουν αυτή την έκφραση. Αυτό είναι το πιο συγκλονιστικό γεγονός, η εμπειρία της Εκκλησίας· γι᾽ αυτό εμείς δεν απαιτούμε να δούμε ή να ζήσουμε αυτά που έζησε η Εκκλησία, κατά τα μέτρα των θαυμάτων, που είδαν το Χριστό ή δεν Τον είδαν... η ιστορική εμπειρία της Εκκλησίας. Όλοι είναι μες στην Εκκλησία, εφόσον πιστεύουν το Χριστό.
Αυτό, λοιπόν, είναι το κέντρο της λεγομένης, θα το πω και πάλι μέσα σε εισαγωγικά, «απιστίας» του Θωμά και λέω μέσα σε εισαγωγικά παρόλο που είναι, ας το πούμε, «κατακριτέα» και πάλι μέσα σε εισαγωγικά, η στάση αυτή, να μην πιστεύει στην Εκκλησία, και τους άλλους μαθητές και στέκομαι με αυτό τον τρόπο στη λέξη «απιστία» του Θωμά, γιατί τα τροπάρια της Κυριακής του Θωμά μας παρουσιάζουν το Θωμά με έναν άλλο τρόπο, τελείως άλλο τρόπο. Μας μιλάνε για την «καλή απιστία» του Θωμά. Μπορεί να γίνει «καλή απιστία»; Έτσι λένε· και μάλιστα μιλάνε και λένε πως αυτή η «απιστία» του Θωμά ήταν ευεργετική για όλο το ανθρώπινο γένος. Γι᾽ αυτό με βλέπετε να γίνομαι εφεκτικός όσον αφορά την κριτική ακόμη και της λέξεως «απιστία». Βέβαια, στέκομαι στο θέμα της κριτικής της εκκλησιολογικής απιστίας, αλλά δεδομένων των τροπαρίων αυτών και της «καλής απιστίας» του Θωμά και δεδομένης της εκφράσεως ότι ήταν πολύ καλή η «απιστία» του, ευεργετική για το ανθρώπινο γένος, πρέπει να σταθώ και να δω γιατί αυτή η «απιστία» ήταν πολύ καλή.
«Ω της καλής απιστίας του Θωμά», πρώτα-πρώτα σημαίνει ότι έχει κάτι καλό αυτή η «απιστία» μέσα. Έχει μια τόλμη, τόλμη το λένε, τολμά να αγγίξει το Χριστό. Ο Χριστός δεν το αρνείται. Ο Χριστός ποτέ δεν αρνήθηκε σε κάποιον να ψάξει το πράγμα, όσο μπορεί να πάει το μυαλό του.
Γι᾽ αυτό, παρενθετικά το λέω, εμείς δεν λειτουργούμε κατά τα μέτρα της αρχαιοελληνικής εκφράσεως: «πίστευε και μη ερεύνα». Αυτό είναι αρχαιοελληνικό, δεν το έχουμε εμείς. Δεν έχει καμία σχέση με το χριστιανικό μέγεθος. Ο Χριστιανός έχει νου και μπορεί κατά τα μέτρα της διανοητικής του λειτουργίας και του νου του να ψάξει τα πράγματα - όσο μπορεί να ψάξει φυσικά, γιατί το μυαλό του δεν μπορεί να πάει παραπάνω και να ερευνήσει τα μυστήρια του Θεού.
Άρα, λοιπόν, [στην περίπτωση του Αποστόλου Θωμά] λειτουργεί και το ανθρώπινο μυαλό και δεν είναι κακό να λειτουργήσει το ανθρώπινο μυαλό. Θα ήταν πολύ καλό, σίγουρα, να κάνει μια υπέρβαση και να λειτουργήσει όπως οι: «μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες», αλλά δεν καταργείται ο νους του ανθρώπου και η λειτουργία του ανθρώπου, που είναι πάρα πολύ καίριο· γι᾽ αυτό και η Εκκλησία μας θεραπεύει το νου του ανθρώπου και γι᾽ αυτή την αιτία, για να μπορεί το πράγμα να το καταλάβει έστω κατά τα μέτρα της λογικής και λογικά, γι᾽ αυτό μιλάμε και για λογική λατρεία μέσα στην Εκκλησία. Εδώ, λοιπόν, αυτό είναι κάτι ευεργετικό: Ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, μπορεί να ψάξει και ο Χριστός λέει, εντάξει. Γι᾽ αυτό, λοιπόν, είναι και ευεργετικό για τον άνθρωπο, γιατί είναι καλή ευεργεσία, γιατί ο άνθρωπος αγγίζει το Χριστό και η προοπτική μας είναι να αγγίξουμε το Χριστό.
Βέβαια, στο κείμενο που έχουμε δεν ξέρουμε άν πραγματικά ακούμπησε ή όχι τον Χριστό - ούτε απεικονίζεται στην εικόνα. Ο Χριστός λέει, εντάξει, ψηλάφησον. Δεν ξέρουμε άν ακούμπησε, άν πήγε μέχρι εκεί. Ακόμη και στην εικόνα δεν φαίνεται να ακουμπάει. Είναι ένα μυστήριο. Ακουμπάει, δεν ακουμπάει... δεν το ξέρουμε, δεν έχει σημασία δηλαδή. [Σημασία έχει] το ότι πιστεύει πια, έστω με αυτό τον τρόπο, με τη λογική αυτή διεργασία, κατά τα μέτρα της λογικής διεργασίας, δεν πάει παρακάτω, εκεί φτάνει και ο Χριστός ανοίγεται, δεν φοβάται να Τον ακουμπήσει κάποιος, αλλά ταυτόχρονα και αυτός τολμάει να Τον ακουμπήσει. Άσχετα άν γίνεται ή δεν γίνεται σε τελική ανάλυση το γεγονός αυτής της αφής· πια δεν μας νοιάζει. Είναι το άνοιγμα των δύο - η τόλμη του ενός και το άνοιγμα του Χριστού.
Όσον αφορά την εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά είναι ο Χριστός στη μέση, όπως λέει το κείμενο: «και των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων». Όπως πάντοτε βέβαια, το ξέρετε πολύ καλά, τα γεγονότα, παρόλο που συντελούνται μέσα σε ένα χώρο, «των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι δια τον φόβον των Ιουδαίων», κάπου ήταν μαζεμένοι, και σε αυτήν την εικόνα όπως γίνεται πάντοτε στην αγιογραφία, τα γεγονότα λειτουργούνται σε ανοιχτό χώρο. Αν παρατηρήσει κάποιος την εικόνα θα δει, πως είναι ανοιχτός ο χώρος, είναι έξω ο Χριστός, αλλά «των θυρών κεκλεισμένων». Σε άλλα γεγονότα μπορεί να μην έχει τόσο μεγάλη σημασία. [Για παράδειγμα] στην εικόνα της Πεντηκοστής ενώ είναι το υπερώον, παρουσιάζει τους μαθητές να βρίσκονται σε έναν εξωτερικό χώρο. Δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία, ένα υπερώον είναι το πολύ-πολύ. Στην εικόνα που εξετάζουμε, όμως, έχει καίρια σημασία. Το κείμενο λέει: «των θυρών κεκλεισμένων όπου ήσαν οι μαθηταί συνηγμένοι». Στέκεται δηλαδή στη κατάσταση της πόρτας. Πως ο αγιογράφος, παρόλο που έχει τη γενική θεωρητική τοποθέτηση ότι, τα γεγονότα που τελετουργούνται στο χώρο της Αγίας Γραφής, αγιογραφούνται σε ανοιχτούς χώρους, πως τολμά να κάνει επάνω σε αυτή την εικόνα ένα άλμα, ένα ξεπέρασμα και μια υπέρβαση, και να δείξει την πόρτα κλειστή και να είναι όλοι απ᾽ έξω; Τι νόημα έχει πια αυτή η κλειστή πόρτα; Θα έλεγα δεν έχει κανένα νόημα και αυτή είναι ακριβώς η πρόταση: Ότι καμιά κλειστή πόρτα δεν έχει πια νόημα για την Εκκλησία, ότι τίποτε δεν συγκρατεί την Εκκλησία. Δηλαδή και να Τη σφαλίζουν την Εκκλησία μέσα, να Την κλείνουν, η Εκκλησία είναι απ᾽ έξω, είναι εξερχομένη και κανείς δεν μπορεί να Τη φυλακίσει.
Βλέπετε πόσες διηγήσεις έχουμε μετά, του Πέτρου, του Παύλου και μέσα στην πορεία της Εκκλησίας μας. Τους φυλακίζουν και οι πόρτες ανοιγοκλείνουν, βγαίνουν έξω, κάνουν κήρυγμα, ξαναμπαίνουν μέσα. Δεν φοβούνται τις κλειστές τις πόρτες. Γελοιοποιεί η Εκκλησία τις κλειστές τις πόρτες. Άρα καμιά φυλακή δεν μπορεί να εκφράσει κάποιο περιοριστικό μέτρο για τη ζωή και την ελευθερία της σκέψεως του Χριστιανού· και έτσι γελοιοποιούνται οι κλειστές οι πόρτες και οι κλειστές οι πόρτες είναι τα μέτρα, τα οποία παίρνουν οι δυνατοί της γης για να σφραγίσουν τα στόματα, να σφαλίσουν τις φωνές, να κάνουν φίμωση νοός και σκέψεως κι αυτό η Εκκλησία το γελοιοποιεί.
Άρα εμείς οι Χριστιανοί είμαστε ελεύθεροι, αυτή είναι η ιστορία, ότι καμιά πόρτα, καμιά φίμωση δεν μπορεί να μας τρομοκρατήσει, γιατί είμαστε έξω από αυτά τα πράγματα και δεν μας συγκρατεί τίποτε. Άρα δεν πουλάμε ποτέ τις συνειδήσεις μας· και ό,τι χειρότερο είναι άνθρωποι της Εκκλησίας να πουλάνε τις συνειδήσεις τους για κοσμικές σκοπιμότητες.
Λοιπόν, η κλειστή πόρτα στην εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά είναι καταπληκτική, πραγματικά και εκφράζει το ελεύθερο του Χριστιανού και το ξεπέρασμα των κλειστών και συμβατικών συστημάτων που έχει ο κόσμος, ακόμη και τα μέτρα τα οποία έχει ο κόσμος, για παράδειγμα, φυλάκιση, τιμωρία, ποινή, δικαστήριο. Ο Χριστιανός αυτά τα γελοιοποιεί. Όπου και να πήγαν οι Χριστιανοί, οι μάρτυρες, οι ομολογητές, παρόλο που πέρασαν μέσα από μια τέτοια νομική, δικανική διαδικασία περιορισμού των ελευθεριών της φωνής και της κινήσεώς τους, αυτά τα γελοιοποίησαν. Ήταν και φωνές, ήταν και άγιοι, ήταν τα πάντα και οι πόρτες ήταν ανοιχτές και ας μην ήταν ανοιχτές. Αυτά είναι γεγονότα τα οποία τα ζει καθημερινά η Εκκλησία. Ένα πράγμα που φοβόμαστε είναι η δική μας αδυναμία να αντέξουμε την εξωτερική έκφραση του κλειδώματος και ακριβώς γι᾽ αυτό το λόγο να συσχηματιστούμε. Αυτή η κλειστή πόρτα, λοιπόν είναι πάρα πολύ καίρια όταν αγιογραφούμε την εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά.
Οι μαθητές τώρα είναι κατεταγμένοι σε δύο μέτρα, ένθεν και ένθεν επάνω στην εικόνα. Αυτό το στοιχείο υπάρχει και σε άλλες εικόνες που είναι ένθεν και ένθεν κατεταγμένοι και βέβαια το πολύ όμορφο στοιχείο είναι: Οι μαθητές, οι οποίοι στέκονται από τη μία πλευρά, έχουν τα πόδια κλειστά και οι μαθητές από την άλλη πλευρά τα έχουν ανοιχτά. Είναι αυτή η κίνηση στην Εκκλησία και η άσκηση· η άσκηση και ταυτόχρονα η κίνηση. Η ασκητική στάση προσευχής και η κίνηση η ιεραποστολική· και τα δύο οι μαθητές τα λειτουργούν. Επίσης υπάρχουν οι πολυποίκιλοι μαθητές γύρω από το Χριστό.
Ο Χριστός φοράει τα δύο ενδύματα, όπως πάντα, που συμβολίζουν το: «εν δύο φύσεσιν» που είναι ο Χριστός. Με το ένα χέρι ευλογεί και ταυτόχρονα έχει το άλλο το χέρι ανοιχτό και πάλι σε μια στάση αποδοχής. Προσέξτε, το ένα χέρι έχει επάνω τον τύπον των ήλων, αλλά το άλλο χέρι είναι ανοιχτό σε στάση αποδοχής ακόμη και της απιστίας του Θωμά· αφού έτσι το θέλει ο Θωμάς, έτσι ας λειτουργήσει το γεγονός. Ο Χριστός φέρει τον τύπον των ήλων. Όταν θα Τον αγιογραφούμε θα κάνουμε τον τύπον των ήλων και θα μπουν κανονικά οι τύποι των ήλων και στα πόδια, γιατί ακριβώς έτσι ο Χριστός δηλώνει που είναι με το πραγματικό το σώμα Του. Δεν είναι ένα σώμα-φάντασμα δηλαδή, παρόλο που εισήλθε των θυρών κεκλεισμένων, δεν άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα, που σημαίνει φάντασμα δεν είναι. Υπαρκτός είναι. Τους λέει «ακουμπήστε με, δείτε με, πιάστε με, ψηλαφήστε με». Εικόνα της Ψηλαφήσεως, λέμε. Άρα δεν είναι φάντασμα, είναι υπαρκτό το σώμα.
Άρα το σώμα πραγματικά αναστήθηκε. Φέρει πάνω τον τύπον των ήλων, είναι σώμα το οποίο έχει ακόμη και τα στίγματα των ήλων· αλλά παρόλα αυτά διέρχεται δια των πυλών, δια των θυρών των κεκλεισμένων, χωρίς να λειτουργήσει η σωματική περιοριστική δύναμη, που μας περιορίζει να μπούμε όταν μια πόρτα είναι κλεισμένη. Που σημαίνει πια, αυτό το σώμα τώρα είναι το σώμα το αναστημένο του Χριστού και έχει τις ιδιότητες του αναστημένου σώματος και μας δηλώνει ποιό θα είναι το σώμα το δικό μας μετά την ανάσταση. Θα είναι το σώμα το οποίο έχουμε τώρα, αλλά το οποίο όμως θα υπακούει σε άλλους νόμους και θα έχει τελείως άλλες ιδιότητες.
Για το Χριστό, δεν χρειαζόταν καν να απαλλαγεί από ένα περιττό δερμάτινο χιτώνα που δεν Τον είχε. Ο δερμάτινος χιτώνας, το βεβαρημένο του σώματος, είναι κάτι το οποίο προστέθηκε στον άνθρωπο δια της αμαρτίας, αλλά ο Χριστός από άκρα συγκατάβαση πήρε το δικό μας το σώμα όπως το ζούμε εμείς, άνευ αμαρτίας, χωρίς δηλαδή να έχει το δερμάτινο χιτώνα. Εμείς όμως, μέσα από την κάθαρση που περνούμε στη χριστιανική ζωή και μέσα από την εμπειρία του θανάτου και της διαλύσεως του σώματός μας εις τα εξ ων συνετέθη, μετά την ανάσταση μας, το σώμα το ανθρώπινο, που θα είναι αυτό το σώμα το συγκεκριμένο, θα υπακούει σε άλλους νόμους. Θα έχει απαλλαγεί οπωσδήποτε από το δερμάτινο χιτώνα και θα ζούμε σε άλλες διαστάσεις φυσικών νόμων, παρόλο που θα έχουμε σώμα. Αυτό προσπαθεί να το δηλώσει το κείμενο, ότι ο Χριστός μπήκε μέσα σ᾽ αυτό το χώρο «των θυρών κεκλεισμένων».
Αυτή είναι η εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά. Είναι πανέμορφη εικόνα και φυσικά πολυποίκιλη, γιατί έχει και τα πολλά πρόσωπα των μαθητών.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ερώτηση: Τα σώματα που είχαν ο Αδάμ και η Εύα πριν να πέσουν είναι σαν το σώμα του Χριστού;
Απάντηση: Ναι, ο Αδάμ ήταν χωρίς το δερμάτινο χιτώνα. Παρόλο όμως που ήταν χωρίς το δερμάτινο χιτώνα, άν δεν έπεφτε ο Αδάμ, θα εξελισσόταν στο πνευματικότερο. Ο Αδάμ απλώς ξεκίνησε, δεν έκανε την πορεία, αλλά είχε αυτό το σώμα αφετηριακά.
Ερώτηση: Αυτό είναι το ίδιο σώμα που θα αποκτήσουμε κι εμείς.
Απάντηση: Ακριβώς, αλλά αυτό το σώμα μέσα στην Εκκλησία γίνεται ακόμα πνευματικότερο σώμα. Δεν το εξέλιξε πνευματικότερα ο Αδάμ.
Ερώτηση: Αυτό, όμως, πως συνδέεται με το ότι κατά τη Γένεση φτιάχτηκε από πηλό ο άνθρωπος;
Απάντηση: Μα το σώμα δεν παύει να είναι από πηλό. Εγώ δεν είπα που δεν είναι σώμα. Τι σας είπα; Είναι αυτό το σώμα. Γιατί μιλάω για τον τύπον των ήλων; Γιατί ακριβώς δεν μιλάω για ένα σώμα-φάντασμα. Τα υλικά του σώματος είναι πήλινα υλικά: άνθραξ, υδρογόνο, οξυγόνο, άζωτο τα βασικά και όλα τα άλλα τα ιχνοστοιχεία που υπάρχουν επάνω του. Άρα δεν παύει να υπάρχει το υλικό το σώμα, το οποίο γίνεται πνευματικό σώμα χωρίς να καταργείται η ύλη.
Ερώτηση: Στις μέρες μας όταν ο άνθρωπος λέει ότι: «είμαι από πηλό», εννοεί: άρα είμαι ευάλωτος, άρα είμαι φυσικός... δηλαδή είμαι πιο πολύ κοντά στη φύση παρά...».
Απάντηση: Όχι, είναι αυτό που λένε οι άγιοι, είναι «ζώον θεούμενον». Αυτό είναι ο άνθρωπος, ζώον θεούμενον· γι᾽ αυτό, το θεούμενον ζώον καταλήγει να γίνει με την Χάρη του Θεού θεούμενο. Σε όλα γίνεται θεούμενο, ακόμα και στο σώμα του, χωρίς να καταργεί την ύλη, γίνεται θεούμενο. Η Εκκλησία δεν καταργεί την ύλη. Κι ακριβώς εδώ είναι μια κατάφαση της ύλης, όπως κατάφαση της ύλης συμβαίνει στην Ανάληψη του Χριστού.
Και η Εκκλησία ακριβώς, σε μια κουβέντα, για παράδειγμα, με τους υλιστές, κάνει μια υπέρβαση τρομερή. Αν οι υλιστές λένε, εμείς λατρεύουμε την ύλη η Εκκλησία δεν λέει, εμείς δεν λατρεύουμε την ύλη. Την ύλη δεν τη λατρεύουμε φυσικά, αλλά δεν κάνουμε ποτέ κουβέντα, εσείς είστε με την ύλη κι εμείς δεν είμαστε με την ύλη. Είμαστε με την ύλη, απλώς με την Χάρη του Θεού την πάμε παρακάτω, θεώνουμε την ύλη. Όχι ότι τη λατρεύουμε ως Θεό· θεώνεται η ύλη μας κατά Χάριν, ομοιάζει, γίνεται σαν τον Θεό, γίνεται πνευματικό γεγονός.
Εκείνοι στέκονται στην ύλη, ως κέντρο· εμείς πάμε παρακάτω. Αυτή είναι η φοβερή κουβέντα. Και όποτε κάνουμε κουβέντα τέτοια με υλιστές, βγαίνουν απ ἔξω, γιατί νομίζουν ότι εμείς θα μιλήσουμε πνευματικά και αυτοί θα μιλήσουν υλιστικά και εμείς μιλάμε πιο υλιστικά από αυτούς. Εμείς λέμε ότι φυσικά δεχόμαστε την ύλη, αλλά την πάμε παρακάτω, την πάμε με την Χάρη του Θεού μέχρι το Θεό! Είναι κάτι το απρόσμενο γι᾽ αυτούς.
Ειδάλλως, αυτή η κουβέντα που λες είναι φθαρμένη κουβέντα και είναι αιρετική κουβέντα. Είναι κουβέντα τελείως μανιχαϊστική· έτσι λέγεται. Αναιρεί την ύλη. Υπάρχει η αίρεση του Μανιχαϊσμού που αναιρούσε την ύλη - ο άνθρωπος δεν πρέπει να έχει ύλη δηλαδή, είναι μια κατάρα η ύλη. Και τελικά κρύβει μέσα του την αρχαία ελληνική φιλοσοφία του Πλατωνισμού. Ο Πλάτωνας θεωρούσε ότι η ψυχή ήταν φυλακισμένη μέσα στο σώμα και έπρεπε να απελευθερωθεί. Γι᾽ αυτό, βλέπετε, μιλάμε για τους αρχαίους Έλληνες, αλλά σχετικώς μιλάμε. Δεν μπορούμε να δεχθούμε όλα τα ιδεολογήματα των αρχαίων Ελλήνων. Δεχόμαστε τον Πλάτωνα εκεί που πρέπει να τον δεχθούμε, αλλά αρνούμεθα τον ιδεαλισμό του, αρνούμεθα το ρομαντισμό του, αρνούμεθα και αυτή την έκφραση ακριβώς της φυλακίσεως της ψυχής μας στο σώμα. Η κίνησή μας κοντά στους αρχαίους Έλληνες είναι πάντα επιλεκτική, ποτέ λατρευτική και ενθουσιαστική.
Ερώτηση: Όταν κατέβηκε μετά τη σταύρωση στον Άδη, είχε αυτό το σώμα;
Απάντηση: Στον Άδη δεν κατέβηκε με το σώμα. «Τη τρίτη ημέρα» ανεστήθη. Δεν κατέβηκε το σώμα. «Εν τάφω σωματικώς», «εν Άδου δε μετά ψυχής». Το λέει το τροπάριο, «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής και εν θρόνω υπήρχες, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Το λέει το τροπάριο, είναι ολόκληρη θεολογία. Γιατί τα λέμε αυτά τα τροπάρια στην Εκκλησία μας; Τα τροπάρια τα λέμε για να θεολογήσουμε συντόμως στο λαό μας που δεν έχει καιρό να διαβάσει Πατέρες και περνάμε την θεολογία των Πατέρων με σύντομα τροπάρια. Το ξαναλέω, «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδου δε μετά ψυχής, εν Παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος». Όλα μαζί τα πιάνει.
Αυτά… να ᾿στε καλά!
(Πηγή: http://www.floga.gr/50/04/2005-6/13_2006022404.asp)
|